Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

7 ΗΜΕΡΕΣ ΨΕΜΑΤΑ (ΗΜΕΡΑ ΕΚΤΗ) - ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΙΔΕΡΗΣ

ΗΜΕΡΑ ΕΚΤΗ
Μην κρύβεσαι δίπλα μου, σκουριασμένη ευτυχία
τις λέξεις μάλαξε με την καρδιά σου
σε τούτο τον τόπο
ο βασιλιάς Άνεμος και η βασίλισσα Ερημία καραδοκούν.
Τρυφερά σε στολίζει
με όρους πονηρούς και επιτηδευμένους
ο βασιλιάς Άνεμος.
Η βασίλισσα Ερημία
σε στοχεύει αγάπη μου
χαμηλώσου στο θαύμα λοιπόν.
Ότι, μην κοιτάς εγώ
που χάνομαι αγάπη μου
γεννήθηκα γι αυτό.
Να χάνομαι
πίσω από τις γρίλιες, μες την κουπαστή
κοντά στους δυναμίτες κουλουριάζομαι και σέρνω
της ευτυχίας τραγούδι, μπροστάρης
της μπόρας που πλημμυρίζει το νησί
και εξαγνίζει, τις σαρκικές μας ενώσεις.
Σε τρεις περασμένους στους λοβούς των αφτιών σου
ροσευχήθηκαν
ασημόχρυσους κρίκους
σημάδι τελειότητας και ξιπασιάς.
Ενώ εγώ
βρυχιόμουν, ως το τέλος της παντέρημης νύχτας
φορώντας από τα μούσκουλα επάνω χαλαρά
τα πουπουλένια φτερά της επιθυμίας.
Εντάξει
Ότι σαν εγώ εσύ
μα έτσι
ή κάπως έτσι
κρατήθηκες
να μην τελειώσω
και ορμήσουν οι χυμοί μου
εις το σώμα σου.
Το πρωί της έκτης ημέρας κάποιος με σκούντηξε στην πλάτη. Θα ορκιζόμουν πως μέσα στο παραληρητό του πυρετού μου έβλεπα τον Στέργιο αλλά αισθανόμουν ήδη πολύ καλύτερα. Ήταν πράγματι ο Στέργιος! Έκανα να σηκωθώ για να διαπιστώσω πως με πονούσαν όλα τα ζωτικά και μη όργανα του σώματος μου. Ο φίλος μου ο αστακός στεκόταν από πάνω μου, τεράστιος και χαρούμενος, στηριγμένος στα δύο πισινά του πόδια και την ουρά. Ένας λιανός τύπος με σανδάλια και φανερά βρώμικα νύχια έκανε την εμφάνιση του στην πόρτα. Κατέβηκε τα σκαλοπάτια με άνεση και με βοήθησε να ξεμπλέξω από τα ελεεινά τσουβάλια που Είχα φορέσει. Κάθισα στο πάτωμα και τους κοίταξα. Ο ξένος χαμογελούσε –ή τουλάχιστον προσπαθούσε παίρνοντας μια μάλλον δυσάρεστη έκφραση- θα έβαζα στοίχημα πως κι ο Στέργιος έκανε το ίδιο αν και δεν μπορούσα να ερμηνεύσω επακριβώς την συγκεκριμένη αστακοέκφραση. Εκείνη την στιγμή, θυμήθηκα τους σφίχτες που με είxαν σακατέψει και τόλμησα να ρωτήσω. “Μην ανησυχείς γι αυτούς” μου ήρθε η απάντηση δια στόματος Στέργιου. Είχα πολλές ερωτήσεις αλλά σκέφτηκα να τις φυλάξω γι αργότερα, μετά –ας πούμε- από ένα ζεστό μπανάκι. Με βοήθησαν να ανέβω τα σκαλιά που οδηγούσαν στο ισόγειο. Στον διάδρομο ήταν σκορπισμένοι, κυριολεκτικά διαμελισμένοι σε μικρά κομματάκια, τρεις τύποι που έμοιαζαν με αυτούς που με είxαν αναισθητοποιήσει. Κοίταξα τον Στέργιο και αυτός μου έριξε ένα χαμόγελο “είδες, δεν σου είπα να μην ανησυχείς”. Δεν ανησυχούσα διόλου γι αυτούς τους τρεις. Εξάλλου, τα ήθελαν και τα έπαθαν. Κλώτσησα δυνατά ένα κεφάλι που έκλεινε τον διάδρομο και πρέπει να του κατάφερα ένα γερό σπάσιμο αφού ακούστηκε ένας υπόκωφος κρότος κι έπειτα άλλος ένας, καθώς το κεφάλι κτύπησε δυνατά τον απέναντι τοίχο, λίγο πριν προσγειωθεί μαλακά σε έναν πράσινο καναπέ που βρισκόταν δεξιά στο δωμάτιο και τον γεμίσει αίματα. άρχισα να βρίζω δυνατά γιατί συνειδητοποίησα πως λέρωσα με αίμα τα ολ-σταρ. Και πράγματι μια σημαντική κηλίδα σε σχήμα μισοφέγγαρου είχε σχηματιστεί στο κουτουπιέ μου. Έκανα λίγο ακόμα σεξ με την μάνα του Εβραίου θεού, σκούπισα το παπούτσι στο πουκάμισο που φορούσε ο ακέφαλος τύπος και του τράβηξα και μια κλωτσιά στο σώμα. Έσπασαν κάνα δυο πλευρά αλλά λίγο με ένοιαζε και ακόμα λιγότερο αυτόν. “Σκατομαλάκες” είπα και βγήκα έξω.
Το φως του ήλιου με τύφλωσε. Πίσω μου ακολουθούσαν τα παιδιά που είxαν πιαστεί αγκαλιά και ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Γύρισα και τους κοίταξα. Ο τύπος ήταν αληθινός λίγδας, εννοώ ο μυστήριος με τον Στέργιος. είχε να πλύνει τα πόδια του από τότε που βρισκόταν στην ήσυχη παραλία-μήτρα της μαμάς του. Θα ρωτούσα τον Στέργιο αργότερα γι αυτόν. Με απασχολούσαν άλλα, πιο σοβαρά ζητήματα, όπως: που στο διάολο βρίσκομαι; Σαν να άκουσε την σκέψη μου ο Στέργιος απάντησε “στην Αγιασό”. “Κουλ –ξανασκέφτηκα- και τι σκατά είναι η αγιασός; “Μια παραλία στη δυτική μεριά της Νάξου βρε μαλάκα” συνέχισε να μαντεύει αυτά που σκεπτόμουν. Τον περιεργάστηκα. “Πάμε” ήρθε η απάντηση σε μια ερώτηση που δεν έγινε ποτέ και κατεβήκαμε στην παραλία για μπάνιο. “Ακριβώς” μου είπε ο Στέργιος όταν αναρωτήθηκα “Τι γίνεται εδώ; Διαβάζει τις σκέψεις μου ο μαλάκας;” Τον ξανακοίταξα. Το βλέμμα μου πήγε στον μυστήριο “ευκαιρία να πλύνει τα πόδια του” σκέφτηκα και ο Στέργιος δεν είπε τίποτα.
Βούτηξα στη θάλασσα, το νερό ήταν υπέροχο. Έμεινα μέσα όσο περισσότερο μπορούσα –μέχρι που άρχισα να τουρτουρίζω- για να μου φύγει η ιδέα της λίγδας από τα βρωμερά τσουβάλια που Είχα φορέσει και –την στιγμή εκείνη- θυμήθηκα τα ζωύφια που σκαρφάλωναν πάνω μου το προηγούμενο απόγευμα και άρχισα να ουρλιάζω.
Εδώ θα πρέπει να διακόψω την διήγηση μου για να επισημάνω τον αξιοπερίεργο φόβο μου για τα πάσης φύσεως έντομα. Σιχαίνομαι τα έντομα που πετάνε, τα έντομα που πηδάνε, ακόμα και αυτά που περπατάνε ή έρπουν. Σιχαίνομαι οτιδήποτε πετάει και δεν είναι πουλί, αεροπλάνο ή ελικόπτερο. Με ανατριχιάζουν. Τα βρίσκω αηδιαστικά και εξαιρετικά ηλίθια. Όποτε μπορώ, τα βοηθάω να απαλλαγούν από το συγκεκριμένο σώμα μπας και είναι πιο τυχερά στην επόμενη μετεμψύχωση.
“Σκέπτεσαί τις σκέψεις μου, γαμημένε αστακέ –του είπα- τα κατάφερες να με σώσεις από βέβαιο πνιγμό, αν βέβαια μπορεί να πνιγεί κάποιος σε είκοσι εκατοστά νερό” συμπλήρωσα ειρωνικά αφού το ηλίθιο οστρακόδερμο είχε βουτήξει στο νερό και με τραβούσε με το ζόρι στην παραλία φοβούμενο ότι θα πνιγώ. “Άσε με κάτω ρε μαλάκα” του φώναξα μάταια, γιατί τό το γαμημένο του όστρακο μου γρατζουνούσε την πλάτη. Με σώριασε στην παραλία. Ο μυστήριος λίγδας με κοίταξε με ενδιαφέρον. Ήλπιζα να μην διάβαζε και αυτός τις σκέψεις μου.
Αράξαμε στην άμμο. Ο ήλιος σκαρφάλωνε στον Κυκλαδίτικο ουρανό. άρχισε να κάνει ζέστη. Ξαφνικά θυμήθηκα εκείνο το κόμικ με τον ανθρωποειδή αστακό που βγαίνει από την θάλασσα, πηδάει μια γκόμενα που τον περίμενε ξαπλωμένη και αφού πέφτουν τούφα και οι δύο τους στον ήλιο και περνάει κάμποση ώρα, η γκόμενα βγάζει ένα πιρούνι, τον δοκιμάζει αν ψήθηκε και αρχίζει να τον τρωει. Με έπιασαν τα γέλια που μου κοπήκαν όμως απότομα μόλις είδα το ύφος του Στέργιου. Πέρασε λίγη ώρα μέχρι να ηρεμήσω από τα γέλια που προσπαθούσα να κρύψω και με συνταράσσανε. Ο φίλος μου, βρήκε έναν ενδιαφέρον τρόπο να αλλάξει την κουβέντα. “Από εδώ ο Στεφάν Περέλ” μου είπε δείχνοντας τον λίγδα ο οποίος έκανε μια αδέξια προσπάθεια να επιχειρήσει μια θεατρινίστικη υπόκλιση. <δεν φτάνει που είναι λίγδας, βρομιάρης και βλαμμένος, είναι και Γάλλος!> σκέφτηκα και είπα “χαίρω πολύ, ΄Χρήστος, κυνηγός Γάλλων σε διακοπές” και φυσικά δεν άπλωσα το χέρι. “Ο επονομαζόμενος και Νεκρός Ποιητής” συμπλήρωσε απτόητος ο Στέργιος. <Τώρα μάλιστα, χέστηκε η φοράδα στο αλώνι. Τι νεκρός ποιητής, βρωμερός ποιητής θα έπρεπε να λέγεται> σκεπτόμουν. “Δεν φτάνει που σε σώσαμε παλιομαλάκα.......” τα πήρε ο Στέργιος και σηκώθηκε. “Άντε γαμήσου μωρή μαγιονέζα” ανταπέδωσα και συνέχισα να ρίχνω μπινελίκια με διάφορους αποδέκτες από τους οποίους τις κυρίως μερίδες έφαγε ο Εβραίος θεός και η μάνα του. Ο Νεκρός Ποιητής μας παρατηρούσε έκπληκτος. Δεν ήξερε πως το αμφίδρομο βρισίδι ήταν ένα από τα αγαπημένα μας παιχνίδια. Εννοείται πως, όλη αυτή την ώρα, ούτε καν διανοήθηκε –έστω- να βρέξει τα πόδια του. “Πάμε να φύγουμε;” ρώτησα.
Μπήκαμε σε ένα τζιπάκι που είxαν νοικιάσει. Εγώ μπροστά –ρίχνοντας ακόμα μπινελίκια- ο λίγδας πίσω –λέρωνε τα καθίσματα και ο Στέργιος στο τιμόνι. Το αυτοκίνητο σταμάτησε κάπου στο κέντρο της πόλης της Νάξου, έξω από ένα μικρό ξενοδοχείο. Με οδήγησαν σε ένα χαριτωμένο δωμάτιο με ατομικό μπάνιο και φυσικά το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να χέσω, κάτι σφιχτές κουράδες άλλο πράγμα, μου έφυγε ο πάτος μέχρι να αδειάσω! Το δεύτερο πράγμα που έκανα ήταν να φωνάξω τον λίγδα μήπως πεινούσε αλλά δεν κατάλαβε τι του έλεγα –έχασε μια σπουδαία ευκαιρία- και έτσι τράβηξα το καζανάκι. Έκανα και ένα τρομερό –άκρως απολαυστικό- ντουζάκι και ήμουν ολοκαίνουργιος. Τύλιξα την μεγάλη πετσέτα του ξενοδοχείου στην μέση μου και βγήκα έξω. είxαν αράξει στο μπαλκόνι. Μπροστά μας απλωνόταν η πλαζ του Αγίου Γεωργίου. Κάθισα.
Πίναμε τον καφέ μας –που ευτυχώς δεν είχε φιλοτεχνήσει ο Στέργιος- και είχε πια έρθει η ώρα των ερωτήσεων.
“ΜΑ ΠΟΙΟΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΕΛΙΚΑ;”
Ο Στέργιος ανάλαβε να μου απαντήσει. “Όπως μου εξήγησε η Λίνε, την οποία συνάντησα στο πλοίο σε συνθήκες ιδιάζουσες –και θα σου εξηγήσω αργότερα τι εννοώ- οι τύποι ήταν μπράβοι, σταλμένοι από την οικογένεια της. Μόλις έλαβαν το τηλεφώνημα της μικρής, ότι και καλά θα παντρευτεί έναν γύφτουλα σαν και σένα –δεν το ήξεραν αλλά θα το υπέθεσαν- δεν ήξεραν πως να αντιδράσουν. Δεν υπήρχε πολύ χρόνος να οργανωθεί μια επιχείρηση της προκοπής και έτσι, προφανώς επικοινώνησαν με κάποιον σύνδεσμο τους ή κάποιον από την πρεσβεία ο οποίος μάζεψε αυτά τα ρεμάλια από τις παραλίες και που μάλλον ήταν μπάτσοι ή στρατιωτικοί ή κάτι τέτοιο. Τα ρεμάλια έβαλαν μπρος την επιχείρηση και θα είχε ευτυχή κατάληξη γι αυτούς εάν δεν έπεφταν πάνω μας”.
“ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΛΙΝΕ;”
“Το πλοίο γύριζε στον Πειραιά, ήταν φίσκα και στο μπαρ του καταστρώματος γινόταν πανικός. Δεν προλάβαινα να κλάσω. είχαμε περάσει τη Νάξο και κινούμασταν προς τα ψαλίδια της Πάρου. Ένας ξανθός τεράστιος τύπος ήρθε στο κυλικείο και αφού ξεφορτώθηκε με κλωτσιές και απειλητικές ματιές τα είκοσι περίπου άτομα που περιμένανε πριν από αυτόν, έφτασε μπροστά μου. Ζήτησε απαιτητικά τρία σάντουιτς και αντίστοιχους καφέδες. Έδωσα τόπο στην οργή γιατί βαριόμουν να τον κατακρεουργήσω –όπως θα έπρεπε- και ετοίμασα ήρεμα την παραγγελία. Ο τύπος πλήρωσε και έφυγε. Από την θέση μου μπορούσα να δω προς τα που κατευθυνόταν και όταν σε λίγο αραίωσε η δουλειά ακολούθησα την διαδρομή που είχε πάρει. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με έκανε να τον ακολουθήσω, ίσως η υπεροψία του –τα-είχα-πάρει-στο-όστρακο- ή ίσως κάτι άλλο, καθώς –όπως πολύ καλά γνωρίζεις- τίποτα δεν είναι τυχαίο. Όπως και να ‘χει, κατεβαίνοντας τις σκάλες που οδηγούν στο κάτω κατάστρωμα εντόπισα τον τύπο, σε ένα παγκάκι μαζί με ένα ομοειδές κτήνος και μια χαριτωμένη κοπελίτσα ανάμεσα τους, στην οποίας το πρόσωπο αναγνώρισα την Λίνε. Θα θυμάσαι βέβαια πως γνωριστήκατε στην ουρά του κυλικείου μου.
Τα δύο κτήνη είxαν βάλει στην μέση το κοριτσάκι. Η εικόνα δεν είχε τίποτα το φυσιολογικό και η μικρή φαινόταν να είχε κλάψει πρόσφατα. Αυτό με νευρίασε ακόμα περισσότερο. Έκανα μια ενδοσκόπηση στα μυαλά των πιθηκάνθρωπων αλλά δεν μπόρεσα να ανακαλύψω ούτε μια σωστά δομημένη σκέψη. Αποφάσισα να μην κουράσω περαιτέρω το μυαλό μου και προχώρησα προς το μέρος τους –ελπίζοντας να μην κάνω καμία γκάφα- πλησιάζοντας σε απόσταση που μπορούσα να μυρίζω την σιχαμένη ιδρωτίλα που ανέδιδαν τα γομάρια, ανακατεμένη με ένα ελαφρύ άρωμα δέρματος και σπέρματος που ανέδιδε –ευωδίαζε- η Λίνε. Δεν ήξερα τι να πω και έτσι αρκέστηκα να τους κοιτάξω όσο πιο άγρια μπορούσα περιμένοντας τους να μου δώσουν μια αφορμή. Δεν περίμενα πολύ. Αφού με κοίταξαν για λίγο ενοχλημένοι –σαν να κάθισε μια μύγα στην μύτη τους- το γομάρι που είχε ψωνίσει σηκώθηκε και δοκίμασε να με σπρώξει δυνατά για να πέσω κάτω. Με μια γρήγορη κίνηση του έκοψα τα χέρια από τους ώμους. Κοίταξε για λίγο τα πεσμένα του χέρια με κατάπληξη. Τα αίματα εκσφεντονίζονταν με δύναμη από το σημείο του ακρωτηριασμού. Έπειτα ήρθε ο πόνος. Σωριάστηκε στο παγκάκι και λιποθύμησε. Τα αίματα είxαν μουσκέψει την αριστερή πλευρά του κοριτσιού που αιφνιδιασμένο στην αρχή δεν είπε τίποτα αλλά μόλις συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, αντί να αρχίσει να ουρλιάζει όπως θα περίμενε κανείς, έκρυψε το κεφάλι στα δυο της χέρια και άρχισε να κλαιει γοερά. Την καθησύχασα ή τουλάχιστον προσπάθησα να της εξηγήσω πως είμαι φίλος και πως δεν επρόκειτο να της κάνω κακό.
Σήκωσα το σώμα του τύπου και το πέταξα στην θάλασσα. Του έστειλα και τα χέρια του μήπως θέλει να τραβάει καμία μαλακία εκεί που θα πάει και πήρα στο κατόπι τον άλλο, που εντωμεταξύ είχε γίνει καπνός. Στο πλοίο επικρατούσε πανικός. Οι επιβάτες που είxαν παρακολουθήσει την μικρή μου επίδειξη είxαν αρχίσει να τρέχουν προς το εσωτερικό του πλοίου. Πανδαιμόνιο. Πολλοί ποδοπατήθηκαν και υπήρχαν αρκετοί τραυματίες και κάνα δυο νεκροί.
Τον άλλο σφίχτη τον πέτυχα πίσω από μία σωσίβια λέμβο, να τρέμει, διπλωμένος σε εμβρυακή στάση. Μόλις με είδε, πήδηξε χωρίς δισταγμό στην θάλασσα. Πρέπει να τον έκανε κομματάκια η προπέλα του πλοίου γιατί κοίταξα κάτω και είδα μικρά και μεγάλα κομματάκια κρέας να ξεβράζονται μαζί με τους αφρούς, κομμάτια από ρούχα και ένα παπούτσι.
Τώρα που το σκέπτομαι ίσως θα έπρεπε να χειριστώ το θέμα με μεγαλύτερη λεπτότητα αλλά ξέρεις πόσο παρορμητικός είμαι. Εξάλλου, αν δεν Είχα συμπεριφερθεί με αυτόν τον τρόπο και δεν Είχα αναγκαστεί να το σκάσω από το καράβι, δεν θα Είχα συναντήσει τον Στέφαν, δεν θα του Είχα μιλήσει και δεν θα είxαν συμβεί όσα ακολούθησαν. Δηλαδή επανερχόμαστε σε αυτό που είπα και πριν. Τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Γύρισα στο παγκάκι –είπε ο Στέργιος επιστρέφοντας στην διήγηση του. ΄χρησιμοποίησα διάφορους τρόπους για να την συνεφέρω αλλά δεν πέτυχα τίποτα. συνέχιζε να κρύβει το πρόσωπο της και να κλαιει. Έσκασε μύτη και ο καπετάνιος και με απέλυσε αλλά δεν τόλμησε να με συλλάβει παρόλο που είχε κουβαλήσει μαζί του σχεδόν όλο το πλήρωμα. Πιθανά σκεφτόταν πως θα με συλλάμβαναν οι μπάτσοι μόλις φτάναμε στο λιμάνι. εγώ βέβαια Είχα άλλα σχέδια αλλά δεν τα εκμυστηρεύτηκα στον καπετάνιο. “Εντάξει –τους είπα- απολύομαι, αδειάστε μου τώρα την γωνιά” αγρίεψα λιγάκι και γίνανε άφαντοι. Τα δυο καταστρώματα είxαν αδειάσει ολοσχερώς. Μόνο εγώ και η Λίνε μείναμε έξω.
Δεν ήξερα τι να κάνω. Το μυαλό της ήταν γεμάτο μπερδεμένες σκέψεις και εικόνες. Κάθισα αναπαυτικά και περίμενα. είχαμε φτάσει σχεδόν στο Σούνιο όταν μια σκέψη ξεκαθάρισε <η ανησυχία της για σένα>. “Ο ΄Χρήστος είναι καλά” της είπα ψέματα και εκείνη γύρισε –και για πρώτη φορά- με κοίταξε. Η αναφορά του ονόματος σου την αφύπνισε. Μετά τα πράγματα ακολούθησαν μια φυσιολογική πορεία. Με θυμήθηκε “φίλος σου;” σε είχε ρωτήσει όταν μας είδε μαζί. Μου διηγήθηκε λοιπόν το πως σας απήγαγαν από τον Απόλλωνα οι μπράβοι που είχε στείλει η οικογένεια της για να αποτρέψουν τον γάμο -με κοίταξε επιτιμητικά και άρχισε να χασκογελάει. Μόλις τελείωσε με τις ειρωνείες επέστρεψε στην διήγηση.
Η μικρή δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί γιατί της είxαν κλείσει τα μάτια. Το σίγουρο ήταν ότι σας είxαν βάλει στο αμάξι και ότι σε κάποια φάση σταμάτησε και της φάνηκε ότι σε μετέφεραν σε άλλο όχημα, πιο σωστά, σε πέταξαν από το ένα πορτ-μπαγκάζ στο άλλο. Η Λίνε και οι δύο από τους τρεις σφιχτές συνέχισαν για το λιμάνι και επιβιβάστηκαν στο πρώτο πλοίο που περνούσε για Πειραιά και που –για κακή τους τύχη- ήταν το Ροδάνθη.
Πάντως μην ανησυχείς για την μικρή. Αυτή την στιγμή βρίσκεται ασφαλής στο σπίτι του Τάκη. Αν δεν της βγάλει τα μάτια η Εύη. Την εφοδίασα με ένα σημείωμα που περιγράφει, σε γενικές γραμμές, την φάση και εξορκίζει τον Τάκη να μας την προσέχει μέχρι να γυρίσουμε”.
“ΚΑΛΑ, ΠΩΣ ΜΕ ΒΡΗΚΑΤΕ;”
“Στην προσπάθεια μας να σε βρούμε –πρώτα από όλα δεν ξέραμε αν είσαι ζωντανός ή νεκρός- έπρεπε να έχουμε μία αφετηρία, ένα σημείο εκκίνησης για τις έρευνες μας. Την αφετηρία αυτή μας την έδωσε η Λίνε. Την Είχα πιέσει αρκετά, μπας και θυμηθεί κάτι πιο συγκεκριμένο από την διαδρομή που διανύσατε μέχρι να σταματήσετε για να αλλάξεις όχημα. Η Λίνε δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα χρειάστηκε το αμάξι για να φτάσει σε εκείνο το σημείο. Θυμόταν όμως, πως το αυτοκίνητο πήγαινε αρκετά γρήγορα και πως η απόσταση από τον Απόλλωνα στο σημείο Χ ήταν μεγαλύτερη από την αντίστοιχη απόσταση του σημείου Χ από την πόλη της Νάξου. Η Λίνε όμως θυμήθηκε και κάτι άλλο, πιο σημαντικό. Είπε, πως πριν το επίμαχο σημείο ο δρόμος έκανε ένα σαμαράκι ή κάτι τέτοιο γιατί όταν περνούσαν από εκεί της δόθηκε η εντύπωση ότι το αυτοκίνητο θα απογειωνόταν. Μετά από λίγο, το αυτοκίνητο σταμάτησε. Όπως αποδείχθηκε αργότερα ήταν ένα πολύ καθοριστικό στοιχείο.
Με το που φτάσαμε στη Νάξο νοικιάσαμε το τζιπάκι, συμβουλευτήκαμε ένα χάρτη και πήραμε έναν από τους δρόμους που περνάνε μέσα από τα βουνά γιατί η Λίνε μου είπε πως στην διαδρομή βουλώσανε τα αφτιά της. Διαλέξαμε στην τύχη τον δρόμο που περνάει μέσα από το χωριό Κυνίδαρος και ξεκινήσαμε, τρέχοντας σαν τρελοί, γιατί ο Στεφάν σκέφτηκε –πολύ έξυπνα- πως ο μόνος τρόπος για να μην μας διαφύγει το σημείο που περιέγραψε η Λίνε, θα ήταν να τρέχουμε τόσο ώστε να αποκλειστεί η πιθανότητα να περάσει απαρατήρητο ένα σημείο που το αυτοκίνητο μοιάζει να θέλει να πετάξει.
Σε λιγότερο από μια ώρα ήμασταν στον Απόλλωνα και -Δυστυχώς- σε όλη την διαδρομή δεν αντιληφθήκαμε τίποτα το ύποπτο. Κάναμε μια βόλτα από το ξενοδοχείο που καταλύσατε, πληρώσαμε έναν επίμονο τύπο με μακριά μαλλιά -που είχε καιρό να γαμήσει- για την διανυκτέρευση και γενικά ρωτήσαμε κόσμο για σας αλλά παρόλο που μερικοί ισχυρίστηκαν πως σας είxαν προσέξει, κανένας δεν είδε κάτι το ύποπτο –εκτός δηλαδή από το γεγονός πως η Λίνε τους είχε σπάσει τα νεύρα μιλώντας για πάνω από μισή ώρα στο τηλέφωνο, αφήνοντας το μισό χωριό να περιμένει στο μοναδικό δημόσιο τηλέφωνο του Απόλλωνα. Ερευνήσαμε το δωμάτιο σας, πήγαμε στον Κούρο, τίποτα. Εκτός από αυτό το σκουλαρίκι (μου το έδειξε) -δικό σου δεν είναι- που βρήκαμε στην αρχή της σκάλας που οδηγεί στο άγαλμα (μου έδωσε το σκουλαρίκι).
Φύγαμε λοιπόν απογοητευμένοι και πήραμε τον δρόμο που περνάει από το χωριό Μονή, καθώς θεωρήσαμε απίθανο να είχατε πάρει τον δρόμο της Απειράνθου. Περάσαμε την Μονή, την Τραγέα, τον Δαμαριώνα και ξαφνικά, ένιωσα το τζιπάκι μας να απογειώνεται. Ο Στεφάν πάτησε τόσο απότομα το φρένο που κοντέψαμε να ντεραπάρουμε. Ήταν απίθανο να υπάρχουν δύο παρόμοια σημεία στην Νάξο –αν και με αυτούς τους δρόμους όλα να τα περιμένεις. Έτσι, ξεκίνησα το τζιπάκι με μια σταθερή ταχύτητα πια και με κατεύθυνση την πόλη, γιατί υποθέσαμε πως το δεύτερο αμάξι θα περίμενε σε τέτοιο σημείο ώστε το αμάξι της Λίνε να μην αναγκαστεί να λοξοδρομήσει. Πέντε λεπτά αργότερα είδα στο αριστερό μέρος του δρόμου μια πινακίδα που έλεγε “ΑΓΙΑΣΟΣ” και πλέον ήμουν σχεδόν βέβαιος πως το μέρος που σε είxαν κρύψει ή θάψει, ήταν η Αγιασός. Παρά το προαίσθημα μου, ακολουθήσαμε για λίγο τον κεντρικό δρόμο για να διαπιστώσουμε με ικανοποίηση πως η επόμενη διασταύρωση απείχε γύρω στα επτά λεπτά. Γυρίσαμε στην διασταύρωση και πήραμε τον δρόμο της Αγιασού.
Τι κωλόδρομος φίλε μου! Τα είδαμε όλα. ΄χρειαστήκαμε σαράντα πέντε λεπτά να διανύσουμε δέκα χιλιόμετρα. Εκεί πετύχαμε έναν τύπο με γυαλιά, γαμψή μύτη και απίθανο βάδισμα να περπατάει αφηρημένο (δεν το ήξερε ο Στέργιος αλλά τυχαία διασταυρώθηκε με τον συγγραφέα του βιβλίου “Η επανάσταση των γούφηδων”). είχε μια σχολική τσάντα κρεμασμένη στον ώμο. Κόντεψε να πέσει πάνω στο αμάξι. Τον θεώρησα μάλλον ακατάλληλο άτομο για να πάρω τις πληροφορίες που ζητούσα και προχωρήσαμε παρακάτω.
Πετύχαμε έναν αηδιαστικό κωλόχοντρο. Το ρώτησα –κρύβοντας επιμελώς την αηδία μου- μήπως ήξερε που βρίσκονταν κάτι ξένοι που ήρθαν στο χωριό τελευταία και που τυχαίνει να είναι φίλοι μας. Μάσησε κάτι ακαταλαβίστικες φράσεις και μου έδειξε το σπίτι που σε κρατούσαν, το οποίο ήταν κάπως πιο απομονωμένο από τα υπόλοιπα. Οδηγήσαμε το τζιπ στο κρησφύγετο.
Άφησα τον Στεφάν να περιμένει και χτύπησα την πόρτα. Μου άνοιξε ένας κτήνος πανομοιότυπο με άλλα δύο στο πλοίο. “Ήρθα να πάρω τον ΄Χρήστο” είπα και του ξερίζωσα την καρδιά με την δαγκάνα. Οι άλλοι δύο που βρισκόντουσαν μέσα βγάλανε κάτι πιστόλια και άρχισαν να πυροβολούν. Μου ρίξανε κάνα δύο αλλά το όστρακο “τακ τακ” (το κτύπησε με τις δαγκάνες του σαν τον Ταρζάν) δεν καταλαβαίνει Χριστό. Του βόλεψα μια χαρά τους κυρίους” είπε χαρούμενα. “Έπειτα σε βρήκαμε. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις”.
“ΚΑΙ ΤΑ παπούτσια ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ;” ρώτησα με αγωνία..
Μην ανησυχείς. Όλα τα πράγματα σου και της Λίνε φυσικά τα βρήκαμε και τα πήραμε μαζί μας. Στο διπλανό δωμάτιο θα βρεις την τσάντα σου”. “Α, ωραία –είπα- δώσε μου τότε το κλειδί να βρω κάτι να φορέσω” συμπλήρωσα.
Ήμουν πολύ ευχαριστημένος που ξαναέβρισκα το αγαπημένο μου σακίδιο με τα υπέροχα κοινότυπα ρούχα μου. Ντύθηκα λοιπόν (Τι θα πει τι φόρεσα; Ότι φοράω πάντα), τσέκαρα τα παπούτσια της Έλενας –για να διαπιστώσω πως κοιμόντουσαν μακαρίως- και επέστρεψα στο μπαλκόνι.
“ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΓΑΜΩΚΑΦΕΣ ΜΟΥ;”
“Τον καφέ σου τον πήρε η καμαριέρα. Πρέπει να την κάνουμε” είπε ο Στέργιος και σηκώθηκε.
Πρέπει για μια ακόμα φορά να διακόψω την ροή της ιστορίας προσκείμενου να επισημάνω μία ακόμη από τις συνήθειες μου –βίτσια μου, αν προτιμάτε. Μου αρέσει να πίνω απελπιστικά αργά τον καφέ μου. Μερικές φορές είναι δυνατόν να ξεκινήσω το πρωί και να τελειώσω αργά το βράδυ. Ότι βέβαια πίνοντας καφέ από το πρωί μέχρι το βράδυ, αλλά πίνοντας λίγο, έπειτα καταπιάνομαι με κάτι, πίνω λίγο ακόμα, μετά κάνω κάτι άλλο κ.ο.κ.
“Μην ξεχνάς ότι η Λίνε σε περιμένει στην Αθήνα” δικαιολογήθηκε ο Στέργιος. Το ζήτημα είναι ότι αν μου πάρουν τον καφέ πριν τον τελειώσω στραβώνω, καταλάβατε;















Μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας, αφήσαμε το τζιπ στο γραφείο ενοικιάσεως και αφού βγάλαμε εισιτήριο ξεκινήσαμε βιαστικά για την προβλήτα. ευτυχώς το πλοίο είχε καθυστέρηση. Ίσα που το προλάβαμε. Το πλοίο είχε ήδη τιγκάρει από την Σαντορίνη και την Ίο και αναρωτήθηκα πως θα χωρούσε όλος αυτός ο κόσμος που περίμενε στην προβλήτα. “Αλήθεια, γιατί έχει τόσο κόσμο;” ρώτησα τον Στέργιο. “έχουμε βουλευτικές εκλογές σήμερα, το ξέχασες” απάντησε. <Πω ρε πούστη, το Είχα αμελήσει τελείως. Πολύ θα ήθελα να ψηφίσω ΣΕΟΠ αλλά τώρα, γάμα τα. Δεν προλάβαινα με τίποτα. Η προλάβαινα; Η ώρα είναι δώδεκα. μέχρι να φτάσει το πλοίο θα πήγαινε τουλάχιστον επτά. Τα εκλογικά κέντρα κλείνουν με την δύση του ηλίου, δηλαδή γύρω στις επτά και μισή. Θα δούμε..> σκεπτόμουνα. Θα έψηνα και τον Στέργιο αλλά αυτός δεν ψήφιζε.
Το πλοίο άραξε και ο Στέργιος, ο Νεκρός Ποιητής και εγώ επιβιβαστήκαμε ήρεμα –αφήνοντας τους άλλους να σπρώχνονται και να βρίζονται- ανεβήκαμε στο πιο υψηλό κατάστρωμα και μπήκαμε σε μια από τις σωσίβιες λέμβους, καθώς στα καταστρώματα γινόταν κόλαση. Με τα πολλά, ο κόσμος βολεύτηκε όπως μπορούσε, καταλάγιασε το πανδαιμόνιο και έτσι μπορέσαμε να συνεχίσουμε την συζήτηση μας ή καλύτερα την απάντηση των πολλών ερωτήσεων που είχα.
“ΚΑΛΑ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ. ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟΝ ΚΥΛΙΚΕΙΑΡΧΗ ΣΕ ΠΛΟΙΟ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ ΚΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΠΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΕΚΠΛΗΣΣΕΤΑΙ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ Ο ΟΠΟΙΟΣ, ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ, ΣΕ ΞΕΡΩ;
“Έχεις απαντήσει μόνος σου στην ερώτηση που έθεσες. Είσαι ο μόνος που με γνωρίζεις. Με ξέρεις από καιρό, με έχεις συνηθίσει και παρά τι όποιες μικροαλλαγές <μικροαλλαγές;!> στο μέγεθος μου, με αναγνωρίζεις γιατί είμαι –εν δυνάμει- στο μυαλό σου και Ότι κάτι που ξεπερνάει τα όρια της σκέψης σου. Εκτός από τα υπερβατικά γεγονότα που έχεις βιώσει –τα ταξίδια σου σε άλλα υποσυνείδητα για παράδειγμα- έχεις και το πλεονέκτημα της πρότερης επαφής. Ανεξάρτητα από τους λόγους που σε καθιστούν ικανό να μπορείς να με αντιληφθείς –στην παρούσα μορφή- γεγονός είναι ότι οι υπόλοιποι δεν έχουν αυτήν την ικανότητα. Αν δεν γνώριζα τον Στεφάν θα έλεγα πως οι πιθανότητες να αναγνωρίσει κάποιος την πραγματική μου μορφή είναι από μηδαμινές ως ανύπαρκτες. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι στο Ροδάνθη δεν έβλεπαν εμένα αλλά αυτό που θα περίμεναν να δουν. Έναν κυλικειάρχη δηλαδή με γελοίο παπιγιόν, κόκκινο γιλέκο και άσπρο πουκάμισο. Το ξέρεις αλλά θα στο υπενθυμίσω: “Ο άνθρωπος μπορεί να δει μονάχα όσα μπορεί να φανταστεί””. <Ναι, κάτι τέτοια μου έλεγε και η Έφη> σκέφτηκα. “Γι αυτήν, θα σου μιλήσω αργότερα” είπε ο Στέργιος και με έστειλε.
“ΚΑΙ ΠΩΣ ΤΗΝ ΓΛΙΤΩΣΕΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΠΑΤΣΟΥΣ;”
Είχαμε περάσει το Σούνιο, όπως σου είπα, όταν συνήλθε η Λίνε και μου εξομολογήθηκε αυτά που σας είxαν συμβεί. ΄χρειάστηκε ακόμα μισή ώρα για να καταφέρει να ανασύρει τις λεπτομέρειες που τελικά με οδήγησαν σε εσένα. Κλείδωσα γερά τις πληροφορίες στην μνήμη μου, της έδωσα το σημείωμα και την διεύθυνση του Τάκη και ετοιμάστηκα να πηδήξω από το πλοίο σε εκείνο το σημείο που η ρότα του πλησιάζει πολύ κοντά στην στεριά. Σε μια μικρή χερσόνησο, δεν θυμάμαι τώρα το όνομα της. Ο μόνος τρόπος να πηδήξεις από το πλοίο χωρίς να σε κάνει κομματάκια η προπέλα, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, είναι η πλώρη γιατί μέχρι να πέσεις το πλοίο έχει ήδη απομακρυνθεί. Καθώς τα καταστρώματα είxαν ερημώσει, έδωσα τις τελευταίες οδηγίες μου στην μικρή και πήγα με την ησυχία μου στην πλώρη. Στάθηκα στο κάγκελο, πήρα μια βαθιά ανάσα –αν και δεν χρειαζόταν- και έκανα την πιο γερή βουτιά που μπορούσα. μέχρι να προσγειωθώ το πλοίο είχε ήδη απομακρυνθεί.
Κατάφερα να φτάσω στην ακτή. Είχα αρκετά χρήματα πάνω μου και-αφού περίμενα λίγη ώρα να στεγνώσω- σταμάτησα ένα ταξί. Ήμουν αποφασισμένος να έρθω να σε σώσω ή έστω να περιμαζέψω το κουφάρι σου. Το ταξί με άφησε στο λιμάνι. εκεί το βλέμμα μου έπεσε πάνω στον Στεφάν. Καθόταν πάνω στο σακίδιο του. Υπέθεσα ότι περίμενε το επόμενο πλοίο για τα νησιά. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί μου είχε κινήσει την προσοχή. Πλάι του, μια κοντή κοτέ γκόμενα του μιλούσε και χειρονομούσε με ενθουσιασμό. Ο Στεφάν γύρισε και κοίταξε προς το μέρος μου με ένα ύφος μαρτίνι μπιάνκο. Η έκπληξη ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του και κατάλαβα ότι με είχε αναγνωρίσει. Εννοώ πως είχε αναγνωρίσει τι ήμουν. Η γκόμενα –απτόητη- συνέχιζε να μιλάει και να χειρονομεί αλλά αυτός είχε μείνει αποσβολωμένος πάνω μου. Σου είπα, είναι ελάχιστοι αυτοί που θα μπορούσαν να με δουν και έτσι κατάλαβα ότι ο Στεφάν ήταν κάτι το ξεχωριστό. αποφάσισα να του μιλήσω.
Εντωμεταξύ, οι μπάτσοι έκαναν σχολαστικές έρευνες στο Ροδάνθη –που είχε αράξει λίγο παραπέρα- και δεν μπορούσα να φανερωθώ φόρα παρτίδα γιατί κάποιος από το πλήρωμα ή τους επιβάτες θα μπορούσε να με αναγνωρίσει. Περίμενα υπομονετικά, γιατί ήξερα πως το πλοίο ήταν αναγκασμένο να εκτελέσει το δρομολόγιο λόγω των εκλογών. Έτσι και έγινε. Οι μπάτσοι φυσικά, δεν βρήκαν τίποτα και το πλοίο ξαναγέμισε και έφυγε.
Ευτυχώς, ο Στεφάν είχε εισιτήριο για το επόμενο πλοίο. Όταν έφυγαν οι μπάτσοι αποφάσισα να πλησιάσω. Το ιδιόρρυθμο ζευγάρι στεκόταν ακόμα στην ίδια θέση. Δηλαδή εκείνη μιλούσε ασταμάτητα και χειρονομούσε έντονα και αυτός με κοιτούσε που πλησίαζα. Στάθηκα μπροστά τους και με έκπληξη μου διαπίστωσα πως και η κοπέλα με αναγνώριζε. Και όχι μόνο αυτό αλλά με αποκάλεσε με το όνομα μου ή, ακριβολογώντας, σκέφτηκε το όνομα μου. Ήταν η σειρά μου να παραξενευτώ. Μέσα σε ένα λεπτό πέρασε από το μυαλό της μια διάλεξη για ένα κόσμο επτά στοιχείων που από ότι κατάλαβα, είχε γίνει και στους δυο σας. Σκοπός της ήταν να έρθει να σε βρει, μαζί με τον φίλο μας. Τον Στεφάν βέβαια, άλλοι –πιο ιδιοτελείς- σκοποί τον είxαν οδηγήσει στην Έφη. Η Έφη –εννοείται- το ήξερε αυτό πολύ καλά και το εκμεταλλευόταν κατάλληλα. Του εξηγούσε πόσο αδικαιολόγητα είχες φύγει και πως την είxαν πληροφορήσει κάτι φίλοι για το που πήγαινες και πως μάλλον κάτι θα σου είχε τύχει γιατί –ήταν πεπεισμένη- πως περίμενες ανυπόμονα το ραντεβού της επομένης. Του είχε δε υποσχεθεί πως μόλις γύριζαν –θα-έκαναν-πολλά-μαζί.
Δεν είχα καιρό για κουβέντες. Κατάλαβα πως η Έφη αναζητούσε και εμένα για τον ίδιο λόγο που αναζητούσε και εσάς. Τους εξήγησα με όσο το δυνατόν λιγότερα λόγια, το πως είχε η κατάσταση –η Έφη έδειξε να ανησυχεί ιδιαίτερα- αλλά την έπεισα για το επικίνδυνο της περιπέτειας που θα είχαμε στην προσπάθεια μας να σε εντοπίσουμε. Έτσι, την έπεισα να μου δώσει –με βαριά καρδιά- το εισιτήριο της, αφού την διαβεβαίωσα πολλές φορές ότι θα επέστρεφα μαζί με τον Στεφάν και εσένα. ευτυχώς πείστηκε. Δεν Είχα καμία απολύτως όρεξη να την σέρνω μαζί μου και να ακούσω τις πολυλογίες της. Ήξερε βέβαια πως δεν υπήρχε περίπτωση να μην επιστρέφαμε διότι επίκειτω το μετακαλοκαιρινό ΠΑΡΤΙ. Ήμουν σίγουρος ότι η Εφη μας είχε μελετήσει όλους πολύ καλά. Εκείνο όμως που μου έκανε εντύπωση είναι ένα τέταρτο άτομο που παρείσφρυσε στις σκέψεις της και που έδειχνε να την ανησυχεί ιδιαίτερα. Νομίζω ότι τέσσερα πρόσωπα –εμείς και το τέταρτο άγνωστο άτομο- παίζουμε κάποιο ρόλο στην εύρεση κάποιου κλειδιού που θα δώσει την ευκαιρία στην Εφη να ανοίξει κάτι ή να λύσει κάποιον γρίφο ή κάτι τέτοιο”.
Αυτά μας έλεγε ο Στέργιος. Το πλοίο άραζε στην Πάρο. Στην προβλήτα γινόταν χαμός. Ακούγονταν δυνατές φωνές, στριγκλιές και περίεργοι κρότοι. Ξεπροβάλαμε τα κεφάλια μας για να διαπιστώσουμε πως είxαν στήσει έναν τρομερό καβγά. Φαίνεται πως ο καπετάνιος είχε αποφασίσει να μην πάρει επιβάτες από την Πάρο, αφού στο πλοίο γινόταν ήδη πατείς σε πατώ. Ο Στεφάν Περέλ που είχε μείνει σιωπηλός όλη αυτή την ώρα –δεν καταλάβαινε γρι Ελληνικά- έβγαλε ένα μικρό επιφώνημα ενθουσιασμού.
“ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΡΕ ΦΙΛΕ;”
“Όπως ήδη ξέρεις –μετέφραζε ο Στέργιος- το όνομα του είναι Στεφάν Περέλ. Γεννήθηκε στην Γαλλία το 1967. Μεγάλωσε σε μικροαστικό περιβάλλον υπό την ασφυκτική προστασία μιας γριάς υπηρέτριας που του κληροδότησαν οι γονείς του όταν πέθαναν (<από την βρώμα> σκέφτηκα) σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα –με κοίταξε άγρια ο Στέργιος. Όταν πέθαναν οι γονείς του ήταν δεκατεσσάρων ετών. Το επάγγελμα του πατέρα του ήταν βιβλιοθηκονόμος. Ήταν φανατικός συλλέκτης βιβλίων και διατηρούσε στο σπίτι μια τεράστια βιβλιοθήκη. Αυτό έδωσε ώθηση στον Στεφάν να ασχοληθεί με το διάβασμα. Τα αγαπημένα του αναγνώσματα ήταν τα ποιήματα και όταν ήρθε η ώρα να ασχοληθεί με το γράψιμο διάλεξε την ποίηση ως πεδίο έκφρασης. Θεωρεί ότι είχε δύσκολα εφηβικά χρόνια γιατί ενώ τα άλλα παιδιά τον θεωρούσαν αντικοινωνικό και τον απέφευγαν εκείνος διψούσε για την συντροφιά τους αλλά ήταν πολύ δειλός για να εκδηλωθεί. Απόκτησε έναν πολύ καλό φίλο στον στρατό αλλά το άτομο που έχει διαδραματίσει τον σημαντικότερο ρόλο στην ζωή του είναι η γριά οικονόμος, η κυρία Μαίη. Ήταν εκείνη που τον φρόντισε σε όλες τις δύσκολες καμπές της ζωής του, ήταν εκείνη που τον ωθούσε να γίνει πιο κοινωνικός, εκείνη που τον στήριζε όταν ήταν έτοιμος να καταρρεύσει. Ο Στεφάν νιώθει πως είναι η συλλογική συνείδηση των ποιητών που πέθαναν και γι αυτό τον λόγο χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Νεκρός Ποιητής. Πρέπει να σε πληροφορήσω –είπε ο Στέργιος διακόπτοντας την μετάφραση- πως ο θόρυβος γύρω από το ψευδώνυμο του είναι τεράστιος. Σε ολόκληρη την Ινδογερμανία δεν υπάρχει άνθρωπος –εκτός ίσως από σένα- που να μην γνωρίζει τον Νεκρό Ποιητή. Η φήμη του είναι τέτοια που πολλοί θεωρούν πως είναι ο Μεσσίας” (τον κοίταξα με δέος ανάμικτο με σιχαμάρα).
Και η μετάφραση συνεχίστηκε “Ο Στεφάν λέει ότι αναγκάστηκε να φύγει από την Γαλλία γιατί ένας δημοσιογράφος ήταν πολύ κοντά στο να ανακαλύψει την πραγματική του ταυτότητα και ο φίλος του, του συνέστησε να έρθει στην Ελλάδα ώσπου να κοπάσει ο θόρυβος που θα προκαλέσει η αποκάλυψη. Έτσι, μαζί με την Μαίη, έφτασε στην Ελλάδα ένα όμορφο πρωινό του καλοκαιριού. Φαντάσου τώρα πως ο Στεφάν ήταν κλεισμένος στο σπίτι και πολύ σπάνια επιχειρούσε μια μικρή βόλτα στο διπλανό πάρκο. Ξαφνικά, βρέθηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, μέσα σε χιλιάδες ημίγυμνες τουρίστριες, ντάλα καλοκαίρι, τα ρούχα του τον κάνουν να ιδρώνει και να αισθάνεται γελοίος και από δίπλα η γριά Μαίη να προσέχει και την παραμικρή του κίνηση. Η αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε τον τελευταίο μήνα –δεν σου είπε πριν, αλλά ήταν βαριά - η αρρώστια του λοιπόν εξαφανίστηκε ως διά μαγείας. Του είναι δύσκολο να το παραδεχθεί αλλά φαίνεται πως οι γιατροί που τον είxαν εξετάσει είxαν δίκιο όταν διέγνωσαν ψυχοσωματικά αίτια. Το πολιτισμικό σοκ που ένιωσε στο αεροδρόμιο ήταν το καλύτερο γιατρικό για την ασθένεια του. Άλλα πράγματα βασανίζουν το κορμί του –και το μυαλό του- και φαντάζεσαι ποια. Γυναίκες. Γυναίκες ξανθές με υπέροχα προκλητικά κορμιά και ζουμερά στήθη –αποτέλεσμα πολλών διαδοχικών επιτυχημένων επεμβάσεων” συμπλήρωσε ο Στέργιος. Γυναίκες μαύρες που προκαλούν και μόνο με τις ανάλαφρες ηδονικές κινήσεις τους, γυναίκες μελαχρινές, φιλήδονες, άπειρα αισθησιακές (ο Στεφάν συνέχιζε συνεπαρμένος την διήγηση οπότε ο Στέργιος αναγκάστηκε να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα λέγοντας του κάτι στα Γαλλικά. Μας κοίταξε αφηρημένα, ζήτησε συγγνώμη και συνέχισε).
Ο Στεφάν και η Μαίη κατέλυσαν σε ένα μικρό ξενοδοχείο κάτω από την Ακρόπολη. Ένιωθε πολύ γελοίος μέσα στο υφασμάτινο παλαιομοδίτικο παντελόνι, το γκρι πουκάμισο και τα σκαρπίνια. Ήθελε να τα ξεφορτωθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα και έτσι έστειλε την Μαίη να του αγοράσει μοντέρνα ρούχα. Αυτό που βλέπεις (μου έδειξε την βερμούδα, το μπλουζάκι και τα σανδάλια) είναι η άποψη της Μαίης για το τι είναι μοντέρνο. Ο Στεφάν φόρεσε τα καινούργια ρούχα και βγήκε μια βόλτα στην Πλάκα αφού μετά από πολύ πίεση κατάφερε να πείσει την Μαίη να μην τον συνοδεύσει.
Η βόλτα στα στενά την Πλάκας τον βοήθησε να κάνει μια γενική ανασκόπηση της κατάστασης και να αποφασίσει για τι πραγματικά ήθελε να κάνει. Η υπερπροστατευτική παρουσία της γριάς οικονόμου τον έκανε να ασφυκτιά. Όσο ευεγερτική κι αν ένιωθε αυτή την παρουσία στην Γαλλία, σε αυτό το νέο περιβάλλον την έβρισκε πολύ ενοχλητική. Αν και δεν ήθελε να στεναχωρήσει την προστάτιδα του αποφάσισε να πάει κάπου μόνος του. τυχαία, άκουσε μια συζήτηση από κάποιους συμπατριώτες του που έλεγαν για το ταξίδι που θα έκαναν την επομένη στις Κυκλάδες. Θυμήθηκε τα ποιήματα του Ελύτη για τις Κυκλάδες και αποφάσισε να τις επισκεφτεί. Οι συμπατριώτες του θα πήγαιναν Αμοργό αλλά εκείνος προτιμούσε να ξεκινήσει από την Σαντορίνη.
Μόλις γύρισε στο ξενοδοχείο ανακοίνωσε την απόφαση του στην Μαίη και παρά τις φοβερές αντιρρήσεις της (που μεταφράζονταν σε κλάματα, παρακάλια, νεύρα, κατάρες και άλλα παρόμοια ξεσπάσματα) κατάφερε να κάμψει την αντίσταση της. Του γέμισε ένα μικρό σακίδιο με τα απαραίτητα και τον έβαλε στο τρένο για Πειραιά.
Στον Πειραιά τον ψώνισε η Έφη. Στην αρχή πήγε και του κόλλησε με το πρόσχημα πως είχε χαθεί. Του την έπεφτε χοντρά και ο Στεφάν πίστεψε πως είχε φτάσει η ώρα της αλήθειας. Η Έφη έσκυψε και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Νόμιζε πως θα τον φιλούσε. Έκλεισε τα βλέφαρα, σούφρωσε αμήχανα τα χείλη και άρχισε να κλαιει. Φαντάζεσαι την αντίδραση της Έφης. Ο Στεφάν ένιωσε ντροπή. Η Έφη τον καθησύχασε και του υποσχέθηκε ότι θα έκαναν έρωτα, αφού λέει τον γούσταρε πολύ. Όμως, έπρεπε πρώτα να βρουν έναν φίλο. Του μίλησε για σένα. Πως έπρεπε να σε βρει οπωσδήποτε, γιατί χρειαζόταν μια πληροφορία που μόνο εσύ κατείχες. Του υποσχέθηκε πως άμα την βοηθούσε μετά θα ήταν δική του. Στο τέλος του ξεφούρνισε και το γνωστό παραμύθι για τον κόσμο των επτά στοιχείων”.
“Σε αυτή την θέση τους βρήκα όταν έφτασα στο λιμάνι. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις” κατέληξε ο Στέργιος.



Καθόμουνα αναπαυτικά στην λέμβο –από κάτω στήνονταν διάφοροι καβγάδες για τα καθίσματα- ακούγοντας τα Γαλλικά του Στεφάν και την μετάφραση του Στέργιου (εννοείται πως ο Στεφάν σαν γνήσιος Γάλλος δεν ήξερε ή δεν ήθελε να ήξερε Αγγλικά) και, εντάξει, το παλικάρι δεν ήταν πολύ μαλάκας, λίγο λίγδας ίσως, αλλά αυτό διορθώνεται. “Να σου πω, γιατί δεν πλένεται” ρώτησα τον Στέργιο. “Προσπαθώ να τον ψήσω από την ώρα που τον συνάντησα αλλά σε αυτό το θέμα είναι ανένδοτος. Λέει πως αν πλένεσαι χαλάς την φυσική άμυνα του οργανισμού” είπε ο Στέργιος. “έχω ένα σχέδιο” του είπα και αυτός σκέφτηκε τις σκέψεις μου και γελάσαμε μαζί.
Αφού μου έλυσαν σχεδόν όλες τις απορίες είχαμε ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα που με την άφιξη μας στην Αθήνα θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε. Την Έφη. Καθίσαμε και Αρχίσαμε να μετράμε τα κουκιά. είχε προσπαθήσει να έρθει σε επαφή και με τους τρεις μας. Μια σειρά τυχαίων περιστατικών –που όμως δεν ήταν τυχαία γιατί τίποτα δεν είναι τυχαίο- μας έφεραν μαζί. Η Έφη, αναμφίβολα, θα περίμενε με ανυπομονησία την επιστροφή μας. Υποθέσαμε –σωστά- ότι διέθετε ένα πολύ καλά οργανωμένο δίκτυο πληροφοριών. Οι πιθανότητες να είχε συλλέξει πληροφορίες από άτομα στην παρέα ήταν μηδαμινές καθώς δεν γνώριζε κανέναν εκτός από τον Δημητράκη τον ανιψιό μου. Ακόμα και αυτόν όμως, τον γνώρισε πολύ πρόσφατα, στο ΠΑΡΤΙ. Επίσης, με κάποιον ανεξήγητο τρόπο –γιατί εγώ δεν είχα πει ότι θα φύγω σε κανέναν- πληροφορήθηκε την κατεύθυνση που είχα πάρει. Γνώριζε με ακρίβεια πότε θα έφτανε ο Στεφάν στο λιμάνι, εκτός κι αν υποθέταμε ότι η συνάντηση τους ήταν τυχαία, πράγμα αρκετά παράλογο. Αυτά ήταν δεδομένα. Το ερώτημα ήταν τι ακριβώς ζητούσε από εμάς. Τι το ξεχωριστό υπήρχε κοινό και στους τρεις μας και με ποιον τρόπο θα το χρησιμοποιούσε η Έφη; Για ποιον δούλευε; Μας φαινόταν απίστευτο ένα τόσο καλά οργανωμένο δίκτυο πληροφοριών να ελέγχεται από την Έφη. Ποιο ήταν το τέταρτο άτομο που είχε εντοπίσει ο Στέργιος στο μυαλό της Έφης και που βρισκόταν τώρα; Προσπαθήσαμε να συνθέσουμε τις σκόρπιες σκέψεις που είχε συλλέξει ο Στέργιος από το μυαλό της. Η Εφη ζητούσε τέσσερα άτομα, τα οποία χρησίμευαν στην λύση ενός γρίφου η οποία θα οδηγούσε στην δημιουργία ενός κόσμου επτά στοιχείων. Τι θα γινόταν αν εμείς δεν θέλαμε να συμμετέχουμε, αν αυτό που ήθελε να κάνει η Έφη ήταν καταστροφικό, πως θα αντιμετωπίζαμε την κατάσταση; Θα προσπαθούσε άραγε να μας εξαναγκάσει με φυσική βία; Ποιο ήταν το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί; Το σίγουρο ήταν πως ήταν αδύνατο να την αποφύγουμε και σε αυτά τα πλαίσια θα έπρεπε να βρούμε λύση.
Δυστυχώς δεν είχαμε απαντήσεις για όλα αυτά τα ερωτήματα, είχαμε όμως ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα. Τον Στέργιο και την ικανότητα του να εισχωρεί στις σκέψεις των άλλων. Μπορεί δηλαδή να είχαμε όλα τα φύλλα μας φανερά –ενώ της Έφης ήταν όλα κρυφά- αλλά είχαμε ένα κρυφό μπαλαντέρ και κανείς δεν ξέρει τι θα έβγαζε η επόμενη μοιρασιά. Ακολούθησαν συζητήσεις επί συζητήσεων, διαφωνίες (ο Στεφάν ήλπιζε πως θα του καθόταν η ΄Εφη ενώ ο Στέργιος ήταν της άποψης να την καθαρίσουμε να τελειώνει η ιστορία), ξανά συζητήσεις γιατί ο Στεφάν αφού διαπίστωσε ότι εγώ δεν έχω βλέψεις (δεν του είπα ότι την Είχα γαμήσει) μας έλεγε πως η Έφη αποκλείεται να έχει καλούς σκοπούς και πως το καλύτερο που θα είχαμε να κάνουμε ήταν να πάμε, να την ακούσουμε και αν τελικά δεν γουστάραμε, απλώς δεν θα συμμετείχαμε. Τελικά έριξα μια συμβιβαστική λύση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η οποία έγινε καθολικά αποδεκτή. Σύμφωνα με αυτήν, θα συναντούσαμε την Έφη μετά από δική της πρωτοβουλία. Αν είχε ένα τόσο καλά οργανωμένο δίκτυο ήμασταν βέβαιοι πως θα γνώριζε ακριβώς πότε θα φτάναμε. Αν επίσης ήταν έξυπνη –που ήταν- θα μας άφηνε λίγο να περιμένουμε πριν επικοινωνήσει. Υποθέσαμε ότι θα επικοινωνούσε την επόμενη μέρα. Θα κανονίζαμε μία συνάντηση και θα την αφήναμε να μας εξηγήσει τι ακριβώς ήθελε από εμάς αλλά συγχρόνως θα χρησιμοποιούσαμε το κρυφό χαρτί μας για να δούμε ποιες ήταν οι πραγματικές διαθέσεις της. Σε οποιαδήποτε περίπτωση θα διατηρούσαμε μια μετριοπαθή στάση αφήνοντας της βάσιμες ελπίδες, έτσι ώστε να μας αφήσει λίγο χρόνο να το ξανασυζητήσουμε, ξέροντας αυτή την φορά όλα τα κρυφά της φύλλα.
“Αλήθεια, πως απέκτησε αυτή την ικανότητα;” ρώτησα τον Στέργιο. “Δεν ξέρω –μου απάντησε- είναι σαν να την Είχα από πάντα, μόνο που ποτέ μου δεν την Είχα συνειδητοποιήσει”. Και συνέχισε “άρχισα να το καταλαβαίνω στο μπαρ του πλοίου. Πολλές φορές ξεκινούσα να φτιάχνω την παραγγελία πριν μου την ζητήσει ο πελάτης. Στην αρχή πίστευα πως ήταν σύμπτωση, όμως αργότερα ήμουν σε θέση να διαβάζω τις σκέψεις τους, έτσι απλά, σαν να διάβαζα ένα φύλλο χαρτί. έχω την αίσθηση –κατέληξε- πως οφείλεται σε ένα συγκεκριμένο βιβλίο που έφαγα στην βιβλιοθήκη της ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ.











Με όλες τις καθυστερήσεις το πλοίο έφτασε στον Πειραιά κατά τις επτά και μισή. Ώσπου να βγει όλος ο κόσμος –εμείς βγήκαμε τελευταίοι- ο ήλιος είχε δύσει και δεν προλάβαινα να ψηφίσω. Δεν με πολυένοιαξε. Είχα πολύ σημαντικότερα πράγματα να σκεφτώ. Πήραμε το τρένο και κατεβήκαμε στο μοναστηράκι. Αφήσαμε τον Στεφάν στο ξενοδοχείο και –αφού παρακολουθήσαμε την συγκινητική υποδοχή της γριάς Μαίης και δεχτήκαμε τις ειλικρινείς ευχαριστίες της που τον φέραμε πίσω σώο και αβλαβή- φύγαμε. “Είναι κάτι περισσότερο από οικονόμος του” μου είπε ο Στέργιος στον δρόμο του γυρισμού. Πάω στοίχημα πως η κρυφή χαρά της Μαίης είναι να τον φροντίζει και ειδικά να τον κρυφομαλακίζει όποτε και όταν ο Στεφάν νιώθει την ανάγκη. Μπορώ ακόμα και να φανταστώ το σκηνικό. Στο μπάνιο, τις σπάνιες φορές που πλένεται, του χουφτώνει κατά-λάθος-εξεπίτηδες τον πούτσο, αυτός κάνει πως δεν καταλαβαίνει, μέχρι που τον κάνει να χύσει και να σπαρταράει στην μπανιέρα. Έπειτα εκείνος νιώθει ενοχές και εκείνη είναι δυστυχισμένη που τον βλέπει θλιμμένο. Έτσι εξηγείται και η άρνηση του να κάνει μπάνιο. έχει συνδέσει το μπάνιο με αυτή την απεχθή και ηδονική πράξη. Η γριά Μαίη είναι γι αυτόν η κόλαση και ο παράδεισος στην ίδια συσκευασία. Το ήσυχο λιμανάκι που πάντα θα τον περιμένει και η μαύρη αχόρταγη τρύπα που ζητά να τον καταβροχθίσει και που τον θέλει μόνο για τον εαυτό της”.
Πήραμε το τρένο από το Μοναστηράκι και κατεβήκαμε στα Πετράλωνα. Σταματήσαμε Κηφισόδοτου και ανεβήκαμε στο σπίτι του Τάκη. Μας άνοιξε ο ίδιος. Στον καναπέ καθόντουσαν η Εύη με την Λίνε. Μόλις με είδε η μικρή, έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά μου. Αν το σπίτι στα Πετράλωνα είναι το σπίτι μου, εκείνο το στόμα ήταν το σπίτι της γλώσσας μου. Το σώμα μου άνηκε σε εκείνη την αγκαλιά. Και ναι, ήμουν γαμωερωτευμένος.
“Ξεκολάτε” είπε μισοθυμωμένα μισοαστεία ο Στέργιος. “Μια χαρά σας βρίσκω” παρατήρησα αφού κοίταξα τους χαμογελαστούς Τάκη και Εύη. Καθίσαμε για λίγο –τους διηγηθήκαμε τις περιπέτειες μας- ήπιαμε αρκετά, έπεσε πολύ γέλιο και γενικά ήταν πολύ ευχάριστο να βλέπεις πως ο χρόνος είχε αμβλύνει μερικές από τις διαφορές μας και ιδιαίτερα εκείνες που χώριζαν τον Τάκη και τον Στέργιο.
είχε βραδιάσει για τα καλά όταν αποφασίσαμε να φύγουμε. Πριν κλείσει η πόρτα πίσω μας, πρόλαβα να δω τον Στέργιο να προσπαθεί –μάταια- να χωθεί στην αγαπημένη του κατάψυξη.
Μας πήρε μισή ώρα να διασχίσουμε τα πενήντα μέτρα που χωρίζουν το σπίτι μου από το σπίτι του Τάκη., Κοντέψαμε να το κάνουμε στην μέση του δρόμου. Ξεκλείδωσα την πόρτα. “Κλείσε την κουρτίνα μωρό μου” της είπα και άρχισα να γδύνομαι. Δεν της είπα τίποτα για τον Κόμη Μοντεχρήστο......


“ΟΝΕΙΡΟ”
Θέλω να σου μιλήσω μα νιώθω άβολα και το στόμα μου στραβώνει όταν σε κοιτώ. Τοποθετώ βότσαλα και εξασκώ την γλώσσα ώσπου το στόμα μου γίνεται μια ήσυχη παραλία του Αυγούστου για να έρχεσαι να ξαπλώνεις αγάπη μου. Παίρνω μια πρέζα οσμής μέσα από τα ρούχα μου. Μυρίζω όμορφα και θα ήθελα να ήσουν εδώ να με οσφρανθείς. Θα έχωνες την υπέροχη μύτη σου στο άνοιγμα του στήθους μου, θα Είχα το σώμα σου στα χέρια μου, θα ήσουν άγγελος, έτσι όμορφα κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου, πάνω στο ξύλινο κρεβάτι που πρόσφατα επιδιόρθωσα για να αντέξει την αγάπη μας. Θα δεις, μοιάζει με κόκκινο φέρετρο. Θα φτυάριζα ευχάριστα τα σώματα μας και θα έβγαζα και ένα μικρό λογύδριο, για να τιμήσω της οριστική σου από φάση να με ξεκάνεις.

0 Comments:

Post a Comment