Τρίτη, Απριλίου 17, 2007

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

Χωμένος χιλιάδες χρόνια στο πουθενά, εκεί όπου κανείς ήχος δεν ακούγεται και το φως του ήλιου δεν σχίζει και δεν χαλά την ηρεμία του σκοταδιού που παραμένει ασάλευτο αιώνες τώρα, δεν μπόρεσα να αποφύγω την ακινησία του σώματος, μα πολύ περισσότερο του πνεύματος μου, ακινησία όπου με είχε βάλει η λάμψη εκείνη, που ακόμη και τώρα δεν μπορώ να προσδιορίσω τι ήταν και δεν γνωρίζω από που είχε έρθει, μα γνώρισα πολύ καλά την ένταση και την επιθετικότητά της.
Με τύλιξε και πριν προλάβω να σκεφτώ οτιδήποτε, πέρασα μέσα από τη δίνη του χρόνου, ανακτώντας τις αισθήσεις μου για μικρά χρονικά διαστήματα τόσο όσο έπρεπε, για να συνειδητοποιήσω πως το μέλλον μου πάνω στη γη που αγάπησα για τη ζωή, που τόσο απλόχερα, γενναιόδωρα και άφθονα με αντάμειβε από την ώρα που το φως του ήλιου εισχώρησε και ζέστανε το σώμα μου, το μέλλον μου λοιπόν δεν φαινότανε και τόσο ευοίωνο.
Μα να ‘μαι πάλι έξω, πατώντας το δέρμα της αγαπημένης μου και ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου προσπαθώντας να προστατευθώ απ’ το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, που ανελέητα και χωρίς δισταγμό ρίχνει πάνω τις καθαρές και αγνές του αχτίδες να αναρωτιέμαι τι περίεργο παιγνίδι μου παίζει ίσως κάποιος ξεχασμένος θεός, που αγνοούσα την ύπαρξή του και ατιμωνόντας τον μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο, εκείνος μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνει, αποφάσισε να με βγάλει απ’ το σκοτάδι και την ακινησία μου και να με παρασύρει σε χώρους, όπου η προηγούμενη κατάστασή μου θα φάνταζε παράδεισος.
Το τρίξιμο των οστών μου ακουγότανε σε κάθε μου κίνηση θυμίζοντας μου το μαρτύριο των προηγούμενων χιλιάδων χρόνων.
Μα τώρα, που το χάος και το σκοτάδι της αβύσσου, δεν είναι για το σώμα και το πνεύμα μου παρά μια ανάμνηση, αχνά το χαμόγελο φωτίζει το σκουριασμένο μου πρόσωπο.
Υπήρξα μάρτυρας, της πιο περίεργης υπόθεσης που συγκλόνισε τον τότε γνωστό κόσμο και ακόμη και τώρα, χιλιάδες χρόνια μετά, αδυνατώ να πιστέψω αυτά που έζησα την εποχή της εξέγερσης των κατοίκων της Σαϊς.
Τα δεσμά του σκότους που με κατάτρωγαν αιώνες τώρα, τελικά δεν ήταν ικανά να καταστρέψουν τις αναμνήσεις μιας ξεχασμένης, μα αληθινής ζωής, που στριφογυρίζει θολά στο μυαλό μου αυτό το διάστημα που ξαναπερπατώ.
Στο μυαλό, μου έρχονται εικόνες από συγκλονιστικές μάχες που πήρα μέρος μαζί με τον εφιάλτη μου μα τότε αρχηγό μου, γενναίο και ανυπέρβλητο Σώμιτ.
Πριν βυθίσω το σπαθί μου στην καρδιά του βλέπω τον εαυτό μου να τον ρωτάει γιατί από σύντροφός μας, έγινε ο μεγαλύτερος πολέμιός μας.
Αυτή η σκηνή θα ήθελα να ήταν μια από τις αναμνήσεις μου, μα η προηγούμενη ζωή μου δεν σκέφτηκε ανάλογα κι έτσι δεν έμεινε παρά ένα ανεκπλήρωτο όνειρο.
Τώρα θα ‘ταν ευκαιρία με την παρουσία μου ξανά σε μέρη που αγάπησα και πολέμησα γι αυτά, να ψάξω να τον βρω και αφού το μίσος ξεθώριασε στην καρδιά μου, να του κάνω την ερώτηση που στριφογυρνάει στο μυαλό μου.
Το μόνο που ελπίζω είναι να μην έχει φύγει για να πάρει τη θέση του ανάμεσα στ’ αστέρια στον ουρανό, μα να μπόρεσε να άντεξε την πίεση του χρόνου και να παρέμεινε στη ζωή και στην πόλη που αγάπησε, πράγμα πολύ πιθανό για τον Σώμιτ, γιατί άντρες σαν κι αυτόν, δεν βγαίνουν παρά ένας κάθε εκατό χιλιάδες χρόνια.
Η φύση πρέπει να είναι γενναιόδωρη σε τέτοιους άντρες.
Μ’ αυτές και μ’ αυτές τις σκέψεις ταξιδεύω συνεχώς.
Τα μάτια μου εστιάζονται σε μέρη που έμειναν αναλλοίωτα από το χρόνο, φέρνοντάς με ξεθωριασμένες αναμνήσεις που ανασκαλεύοντας τες συνεχώς, μου δίνουν τις εικόνες που πρέπει, μουσκεύοντας τα μάγουλά μου από τα δάκρυα που ασυναίσθητα ξεφεύγουν απ’ τα μάτια μου, μη μπορώντας και μη θέλοντας να κρατήσω την ευαίσθητη πλευρά του εαυτού μου.
΄΄Τα δάκρυα όταν κυλάνε από μάτια άντρα δεν είναι ντροπή΄΄ ακούω ακόμη και τώρα την φωνή του μέσα βαθιά στ’ αυτιά μου.
Ο χρόνος λες και δεν άγγιξε καθόλου τα μέρη που έβλεπα και μπροστά στα μάτια μου οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη.
Από το σημείο που βρίσκομαι, η πόλη της Σαϊς δεν απέχει παρά δέκα μέρες, μα αν σταθώ τυχερός και στο διάβα μου συναντήσω κάποιο άλογο, αμέσως η διαδρομή λιγοστεύει κατά επτά μέρες.
Σκεφτόμενος αυτά, τα μάτια μου εστιάστηκαν στους δίδυμους λόφους γεμάτους καταπράσινο χορτάρι απέναντί μου.
Στο μυαλό μου ήρθαν οι εικόνες από τη μάχη που δώσαμε πάνω σ’ αυτούς τους λόφους. Δεκάδες οι νεκροί που άφησα με το σπαθί μου.
Η μάχη σώμα με σώμα με τους επαναστάτες που ξεσηκώθηκαν εναντίον του Βασιλιά Στέρνταν, ήταν η πρώτη μάχη που δώσανε οι Παλιοί Κάτοικοι της Σαϊς για την απελευθέρωση της πόλης τους από τους Κράτσακ, τη φυλή που αιώνες πριν, κατέλαβε την πόλη και την οδήγησε εκεί, όπου το ελεύθερο πνεύμα είναι δέσμιο της ακολασίας των κατοίκων που μετοικήσανε αμέσως μετά την κατάρρευση της από τους μισθοφόρους Κράτσακ.
Ήμουν δίπλα στο πλευρό του Σώμιτ σ’ όλη τη διάρκεια της μάχης και εκεί τον πρωτοθαύμασα για το χειρισμό της σπάθας του και την γενναιότητα του.
Ανάμεσα στους στρατιώτες κυκλοφορούσε η φήμη πως ο Σώμιτ προέρχεται από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών, βόρεια του γνωστού κόσμου εκεί, όπου τα Πλάσματα που ζουν, μόνο φιλικά δεν είναι προς τους ανθρώπους.
Κανείς από όσους έχουν ταξιδεύσει εκεί δεν έχει γυρίσει πίσω.
Λένε πως η μητέρα του ήταν ξωτικό και πως μπορούσε να πάρει τη μορφή οποιουδήποτε ζώου ήθελε και πως όταν γέννησε τον Σώμιτ από την ένωσή της με έναν θνητό, κρυφά από τ’ άλλα ξωτικά πήρε τη μορφή των Πλασμάτων και παρέδωσε το γιο της στη γυναίκα του βασιλιά, η οποία τον ανέθρεψε σαν δικό της παιδί.
Όταν αργότερα το παιδί έγινε άντρας ο βασιλιάς των Πλασμάτων που το είχε αγαπήσει, βλέποντας πως δεν θα μπορούσε να επιβιώσει μαζί τους του έφτιαξε τη σπάθα του, διακοσμώντας τη με τους πολυτιμότερους λίθους που υπήρχαν και του την έδωσε οδηγώντας τον νότια προς τη πόλη της Σαϊς.
Η φήμη του σαν πολεμιστής είχε εξαπλωθεί πολύ σύντομα και ο βασιλιάς των Κράτσακ Στέρνταν δεν άργησε να τον δελεάσει με πλούτη και να τον βάλει υπεύθυνο της στρατιάς του.
Όταν τον βλέπεις να πολεμά με τη σπάθα στο χέρι του θαρρείς πως είναι προέκταση του χεριού του. Οι κινήσεις αρμονικές, όμορφες και υπομονετικές χωρίς βιασύνη εκεί όπου δεν χρειάζεται και αποφασιστικές και γρήγορες όταν αυτός κρίνει απαραίτητο.
Αυτά τα λόγια άκουγες κάθε βράδυ να ψιθυρίζονται ανάμεσα στους άντρες όταν κατασκηνώνανε. Δεν υπήρχε μάχη που ο Σώμιτ να την είχε χάσει.
Ήταν τέλειος στρατηγός και πολύ καλός διπλωμάτης. Ήταν σκληρός με τους άντρες του μα συνάμα δίκαιος.
Μπορούσε να πάρει το κεφάλι κάποιου αν παραβίαζε τους κανόνες που ο ίδιος είχε επιβάλλει, μα εύκολα και χωρίς δισταγμό αναγνώριζε τα λάθη του μπροστά μάλιστα στους άντρες του. Δεν τον αμφισβητούσε κανείς.
Στη μάχη στους δίδυμους λόφους δεν δίστασε να χαρίσει τη ζωή σε δεκάδες εχθρούς, καθώς οι επαναστάτες είχαν στις τάξεις τους πολλά αμούστακα παιδιά.
Θυμάμαι ακόμη τη στιγμή, που με το σπαθί μου θα έπαιρνα το κεφάλι ενός τέτοιου εχθρού, όταν η σπάθα του Σώμιτ σταμάτησε τη φορά του δικού μου σπαθιού προς τον τρυφερό λαιμό ενός δεκαπεντάχρονου επαναστάτη με τέτοια ευκολία, που με τρόμαξε και καθώς τα μάτια του παιδιού γούρλωναν από έκπληξη, άκουσε τον Σώμιτ να του λέει να φύγει και να γυρνά σε μένα, ρίχνοντάς μου μια ματιά τέτοια, που μ’ έκανε να σκύψω τα μάτια μου και να μην τολμήσω να τον αμφισβητήσω.
Πολλοί σύντροφοι είδαν αυτή τη σκηνή περιμένοντας την αντίδρασή μου, μα εγώ από δειλία ξέροντας πως ο θάνατος ήταν σίγουρος, έμεινα άπραγος μπροστά σ’ αυτή την προσβολή την ώρα της μάχης.
Αυτός ήταν ο σύντροφος και αρχηγός μου Σώμιτ.
Νοιώθω έντονα την ανάγκη να τον ξαναδώ.
Πολεμήσαμε πολλές φορές τους εξεγερθέντες κατοίκους της Σαϊς χωρίς να δω ούτε μια φορά να τρέχει αίμα απ’ το σώμα του, ώσπου μια μέρα εξαφανίστηκε πάνω στα βουνά του Ζέστρα χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος πίσω του.
Οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν για την τύχη του.
Πολλοί λένε πως τον σκότωσαν μα αυτό ήταν αδύνατο να ‘χε συμβεί. Άλλοι πάλι λένε πως τον είδαν να ‘χει χαμένα τα λογικά του και να περιφέρεται χωρίς σκοπό κάτω απ’ τα αιωνόβια δέντρα στις κορφές του Ζέστρα.
Είναι και κάποιοι όμως που υποστηρίζουν το χειρότερο. Βγήκε η φήμη πως τον είδαν άντρες ενός αποσπάσματος να ηγείται μιας ομάδας ανταρτών και να πολεμά εναντίον των πρώην συντρόφων του.
Αυτό ήταν κάτι που κανείς δεν περίμενε να ακούσει.
Οι επαναστάτες από την ημέρα που εξαφανίστηκε ο Σώμιτ άρχισαν να κερδίζουν κάποιες μάχες και σιγά σιγά μια μεγάλη περιοχή έξω από τα τείχη της Σαϊς να περνάει αργά αλλά σταθερά στα χέρια των Παλιών Κατοίκων.
Πολλοί χτυπημένοι άντρες που γυρνούσαν από τα μέρη όπου έπαιρναν μορφή ο θάνατος και η βία σε κάθε στιγμή, μου μιλούσαν και μου έλεγαν ιστορίες για κάποιον άντρα που πολεμούσε σαν τον Σώμιτ μα δεν διέκρινες καθαρά τα χαρακτηριστικά του καθώς μια λάμψη εκτυφλωτική ξεπηδούσε από το σώμα του και τύφλωνε τους γύρω του σκορπώντας τον τρόμο στις ψυχές και τον θάνατο στα σώματα των πολεμιστών του βασιλιά Στέρνταν που τολμούσαν να τα βάλουν μαζί της.
Μια λάμψη που όμοια της μόνο το βράδυ την βλέπεις να βγαίνει σαν φλόγα από τα σωθικά του γεμάτου φεγγαριού που παρακολουθεί κάθε μας κίνηση άλλοτε κρυφά και άλλοτε φανερά πολύ σαν να μη μας αφήνει να το αγνοήσουμε και γι αυτό στα Αρχαία Κείμενα των Παλιών Κατοίκων διατηρεί περίοπτη θέση ανάμεσα στις θεότητες που λατρεύονται.
Σε κάθε μάχη που έδινα με επαναστάτες προσπαθούσα να διακρίνω τη γνώριμη φιγούρα του Σώμιτ που τόσα και τόσα ακουγότανε μα δεν τα κατάφερα παρά πολύ καιρό αργότερα και σε χρόνο που δεν το περίμενα να τον συναντήσω όταν στις όχθες του ποταμού Κέρκων είχαμε συγκρουστεί με μια ομάδα Παλιών Κατοίκων.
Τα χέρια και το σπαθί μου έσταζαν αίμα από τους άνδρες που τόλμησαν να συγκρουστούν μαζί μου και όταν η έκβαση της μάχης είχε για μένα κριθεί, αφού τους αναγκάσαμε να πισωγυρίσουν και τους καταδιώκαμε προς τους πρόποδες του Ζέστρα, μια λάμψη εμφανίστηκε ξαφνικά, μια λάμψη άγρια, επιθετική, παράξενη και χωρίς να μου δώσει την ικανοποίηση να την πολεμήσω, με τύλιξε και με μετέφερε εκεί, όπου τελικά για μένα υπήρξε γυρισμός, αν κι αυτό δεν συμβαίνει παρά σπάνιες φορές.
Τοποθετημένος στην άκρη του χάους, ποτέ δεν πίστευα πως θα ‘ρχότανε η ώρα που θα γύριζα στα αγαπημένα μου μέρη.
Μα τι ήταν αυτή η λάμψη αναρωτιόμουν συνεχώς από την ώρα που γύρισα.
Ήταν η πρώτη ερώτηση που μου ‘ρθε στο μυαλό μόλις βγήκα από τη φυλακή μου όπου εκεί το μυαλό μου, δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί, πόσο μάλλον να θέσει ερωτήματα.
Τώρα όμως αυτή η ώρα ήρθε και η απάντηση που χρωστώ σε μένα νομίζω πως θα δοθεί.
Οι μέρες περάσανε γρήγορα και καθώς έφτανα στην κορυφή του λόφου, άρχισαν να παίρνουν μορφή εμπρός μου τα τείχη και η πόλη της Σαϊς.
Άρχισε ήδη να σουρουπώνει όταν ανενόχλητος, πέρασα από την κεντρική πύλη της πόλης και με επιφύλαξη, κοιτάζοντας αριστερά και δεξιά να βλέπω την ευημερία σ’ όλο της το μεγαλείο.
Πεντακάθαροι δρόμοι με μεγάλες πλάκες φερμένες απ’ τα λατομεία του Ζέστρα και κτίρια επιβλητικά να ορθώνονται στον ουρανό και μια ηρεμία και γαλήνη να πλανάται πάνω απ’ την πόλη.
Παιδιά ανέμελα, χαμογελαστά δίχως φόβο για τους ξένους, να παίζουν ξέγνοιαστα στις αυλές των σπιτιών, μα και μπροστά στους δρόμους και τις μανάδες τους, να πλέκουν περίεργα σχέδια σε υφάσματα που ήρθαν απ’ την ανατολή, με τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών τους ανοιχτά και χαμογελώντας με όταν τα μάτια μας συναντιόντουσαν τις λίγες φορές που τα σήκωνα ψηλά, για να παρατηρήσω τις αλλαγές που έβλεπα.
Ήταν μια εικόνα που για όσο διάστημα υπήρξα κάτοικος αυτής της αρχαίας πόλης δεν την είχα δει ποτέ μου.
Τον καιρό εκείνο που εγώ υπήρξα η βία και ο θάνατος κυριαρχούσαν στη Σαϊς και το μόνο που κυκλοφορούσε στους δρόμους της ήταν τα αποβράσματα της τότε κοινωνίας, μαζί με πόρνες και στρατιώτες μεθυσμένους, να γυρνάνε από δω κι από κει μέσα στην ακολασία και τη διαφθορά, που άφηνε ασυγκίνητη την αρχή της πόλης, αφού τέτοιοι ήταν κι αυτοί που την κρατούσαν στα χέρια τους.
Έκπληκτος γι αυτή την αλλαγή συνέχισα να περπατώ.
Είχε βραδιάσει για τα καλά όταν βρέθηκα στο κέντρο της πόλης και μπροστά σ’ ένα τεράστιο κτίριο που ρωτώντας τους περαστικούς τι ήταν, έμαθα πως ήταν η Μεγάλη Βιβλιοθήκη όπου κάποιος Λοκρό την έσωσε στέλνοντας τα περισσότερα βιβλία της στα βουνά του Ζέστρα όταν η πόλη είχε πέσει στα χέρια των Κράτσακ και οι Παλιοί Κάτοικοι πιθανώς τα είχαν ξαναβάλει στη θέση τους όταν ελευθέρωσαν την πόλη.
Διάλεξα ένα ζεστό σημείο για να περάσω το βράδυ αναπολώντας και προσπαθώντας να θυμηθώ όμορφες στιγμές της ζωής μου.
Ήταν κοντά μεσάνυχτα όταν το γεμάτο φεγγάρι έκανε την καθιερωμένη του βόλτα στους ουρανούς με το φως του να λούζει τη Σαϊς όταν ξαφνικά τον είδα.
΄΄Ω θεοί΄΄ αναφώνησα.
΄΄Τι είναι αυτό που μου αποκαλύπτεται΄΄ ρώτησα έκπληκτος σηκώνοντας τα μάτια μου στους ουρανούς.
Τον βλέπω αγέρωχο να στέκει με το φεγγάρι στην πλάτη του να ρίχνει τις αχτίδες του πάνω του και ίσα που κατάφερα να διακρίνω πως ήταν αυτός.
Το μυαλό μου αμέσως μου έφερε τις αναμνήσεις που χρειαζόμουν, για να διαπιστώσω πως το ίδιο φως με πήγε στο χάος εκείνη την ημέρα που διάλεξαν οι θεοί να αφήσω την αγαπημένη μου, χωρίς τότε να μπορέσω να διακρίνω τι ήταν υπεύθυνο για την απομάκρυνσή μου από τους ζωντανούς και την τιμωρία στην ακινησία και την αμνησία που μου είχαν επιβάλλει ανώτερες δυνάμεις.
Το ύφος του, ακριβώς όπως το θυμάμαι και ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο στα χείλη του να σου δίνει την εντύπωση, πως τίποτα δεν μπορεί να κάμψει την θέλησή του για ότι αυτός έχει βάλει στόχο.
Τα μάτια του να συγκεντρώνουν στα δικά σου όλη την ενέργεια που μπορούν να σου δώσουν και συ να την αποδέχεσαι χωρίς να έχεις τη δύναμη μα και χωρίς να θέλεις να την αποφύγεις.
Το σπαθί στο χέρι του να φαντάζει σαν ομπρέλα πάνω από τα κεφάλια των περαστικών δίνοντας τους την αίσθηση της ασφάλειας και λέγοντάς τους πως όσο βρίσκεται εκεί δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο από κανέναν.
Ο καλλιτέχνης που έφτιαξε αυτό το άγαλμα θα πρέπει να έδωσε και την ψυχή του εκτός από τα χρόνια που ξόδεψε για να αναπαραστήσει τόσο τέλεια έναν πολεμιστή όπως ο Σώμιτ.
Η αλήθεια λοιπόν μου αποκαλύφθηκε τόσο απλά και καθαρά δείχνοντας με πως ένας άνθρωπος μπορεί να μείνει αθάνατος, ανέπαφος στην έκθεση του χρόνου, όταν μείνει ανέπαφη η καρδιά του από την ματαιοδοξία και τα υλικά αγαθά που σίγουρα θα λειτουργήσουν πονηρά, για να τον βγάλουν από τον δύσκολο δρόμο προς την αλήθεια, ρίχνοντας τον σε δρόμους, όπου οδηγούν μόνο στο χάος και το σκοτάδι της αβύσσου.
Μπορεί επίσης όμως και για όσους αποδεχθούν την αλήθεια που σίγουρα θα ξεδιπλωθεί μπροστά τους κάποια μέρα των αιώνιων ημερών, να λειτουργήσει σαν φίλτρο, φιλτράροντας για τελευταία φορά τις ψυχές τους και δίνοντάς τους τις αναμνήσεις που χρειάζονται, για να μπορέσουν να τις χρησιμοποιήσουν σαν οδηγό, στο δύσκολο ταξίδι προς τον εξαγνισμό του πνεύματός τους, κι από κει στα εύφορα λιβάδια που ο καθένας από μας, έχει δικαίωμα να ζήσει.

0 Comments:

Post a Comment